Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012


29/04/2008
Κρυονική  
  
                                                                         




I



Κάνει κρύο εκεί έξω,
το λεν στα κυπαρίσσια 
οι λεύκες
καθώς που σκύβουν,
δεν βλέπεις

Μαραζώνουν 
τα χρυσάνθεμα
μες τα λευκά τα βάζα
βροχή, παγωνιά 
και πάλι βροχή,
τι να σου κάμουν ;
Λουλούδια είναι
φυτά

Δεν προφταίνουν
οι κίσσες 
λεύτερο κλαδί
Κάπου βρέχονται,
κάπου θέ να βραχούν
Αν θέλει ο άνεμος 
                   ακούω 
τα ισχνά καλαμοπόδια τους
να βιάζονται 
από πάνω μου

Παραδίπλα 
από τα γυάλινα περβάζια
θολώνει η προσευχή
κάποιας γριάς 
ή κόρης στεγνής
με παγωμένα δάχτυλα
Μια στεγνή δυναμική 
ανάμεσα στη βροχή και το χώμα 

Ένας ίσκιος πέφτει,
ένας άλλος σηκώνεται

Δε φάνηκε 
ο γεροκηροπώλης,
κάνει κρύο βλέπεις
και ποιος ανάβει κεριά
με τέτοιον καιρό ;



II



Ο δρόμος 
δεν κρυώνει,
στεγνώνει
πιο γρήγορα
απ’ τα υποδήματα
κι από τα πόδια 
που βρίσκονται
μες τα υποδήματα

Ήθελε 
να νυχτώσει 
μα εμποδίζονταν
από κάτι παγωμένα 
δάχτυλα

Κάποιος στήθηκε 
κάτω από μια ομπρέλα 
για λίγο
κι έφυγε

Άφησε 
ένα τριαντάφυλλο 
σε μια φωτογραφία,
το τριαντάφυλλο άφησε  
τα πέταλα του,
η φωτογραφία άφησε  
το πρόσωπο της

Μια κατακίτρινη 
ανάρια μελωδία,
σαν βελούδο de Chine  
απαλή
έχει καρφώσει 
το άρωμα της 
στον ουρανίσκο μου

Κάνει κρύο βλέπεις,
το χώμα δεν μυρίζει,
οι πασχαλιές, 
τα γιασεμιά, 
τα λέβαντα 
και τα μυρωδικά
που καίγουνται
δεν μυρίζουν,
κάνει κρύο βλέπεις
και που μύτες 
ειλικρινείς 
δε βρίσκουνται

Κάποιος 
απίθωσε δυο λέξεις 
σε μια γλάστρα,
για να ανθίσουν λέει,
να γίνουν ποίημα,
τις είχε κλέψει 
από κάποιον τοίχο 
γειτονιάς   




III



Κάνει κρύο εκεί έξω,
ένα μπουγάζι, 
μια κάποια στενωπός,
πιότερο σκοτεινή,
γκρίζα ανεμόεσσα,
ένας διάπλατος γιαλός 
τρεμοθώρητος

Λευκά 
λινά φορέματα,
ασώματα,
να αιωρούνται , 
να χορεύουνε, 
να ακροβατούν
τρέχουν προφταίνουν 
μιας τον ουρανό
τρέχουν βυθίζονται 
με μιας στη γης
δε βλέπεις

Ένας ήλιος, 
κι άλλος, 
γέμισε ο ουρανός
είναι βράδυ βλέπεις,
το βράδυ έχει 
περισσότερους 
της μέρας ήλιους,
περισσότερο φως 
κατά βάθος

Πρώτος 
ο αλέκτορας 
κηρύττει πρωινό,
το αξίζει ο ήρωας,
τέτοιας τιμής, 
τέτοιας ευθύνης 
ιδανικός

κάτι ο κεραυνός επί γης, 
κάτι τα σύννεφα 
που χαμηλώσαν
κάτι τα δέντρα, 
τα λουλούδια 
που ψηλώσαν
μοιάζει 
απόψε ο κόσμος 
να πυκνώνει
όμορφα 
μπερδέματα

Κάνει κρύο βλέπεις,
λέξεις παγωμένες 
σε διάφανα χείλη
καρτερούν 
προσεύχοντας 
την ανάσα


IV



Πάγωσε το λυχνάρι
μες τη χούφτα 
της νύχτας,
τα ξερόφυλλα 
πατιόνται,
μαρτυρούν ερχομό

Ψηλός, 
λιγνός σα το σουβλί 
ο ξενομπάτης,
έδωκε μιας 
χύθηκε το κρασί 
δες κόκκινο,
απάνω στο ζεστό χώμα,
κάτω στο σώμα
Έδωκε μιας 
και μέθυσε ο κόσμος,
δε βλέπεις

Κάνει κρύο εκεί έξω, 
σφάλισαν τα σύννεφα,
λογάριασε ο ήλιος,
άλκιμον το σφρίγος,
ακριβός 
ως άλλοτε έρωτας 
με μυρωδιές της άνοιξης,
μικρές αλυκές 
στα βλέφαρα 
κάποιας βασιλεμένης αμμουδιάς,
πελαγίσια ηχοτόπια 
βαρκάρωντας 
στα ανοιχτά της φιλίας
και της ποίησης,
προϊόντα ονείρου κι έρωτος
οι αιώνιες μινιατούρες 
της απολύτου έκφρασης,
δυο σύμπαντα 
τελούν υπό κατάληψη 
μες το πάνλευκο βλέμμα

Ένα φτερό στο χώμα 
είναι μια διαδρομή,
μιαν αποκάλυψη
Ένα φτερό στο χώμα 
μαρτυράει τον ουρανό

Κάνει κρύο εκεί έξω, 
δε βλέπεις

Για τα μέσα 
δε κρυώνω,
με τόσο 
μάρμαρο 
από πάνω 
μου… 
                                                                                                                   (του Θανάση Γιαννακόπουλου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου