Η Αρπαγή και η Πρόθεση 12/06/2008
Ήταν αδιάφορος,
νωχελικά αδιάσπαστος,
σχεδόν τυφλός
Του λείπε η συναίσθησης
της υποστάσεως
Από το καπέλο του κρεμόταν
ένα κεφάλι
κάθε που φτερνίζονταν
θυμόταν πως
υπάρχει
Τα μάτια του
τα δυο παραθυρόφυλλα του,
όταν σπανίως άνοιγαν,
καλωσορίζοντας
το φωτεινόν της μέρας
αύγος,
το φωτεινόν της μέρας
αύγος,
άγγιζε το καπέλο
με τ’ ακροδάχτυλα του
με τ’ ακροδάχτυλα του
και προσεύχονταν
Κάποιες φορές έκλεινε
μες τις ιδρωμένες του παλάμες
τ' αυτιά του
για να ακούσει λέει
καλύτερα
καλύτερα
Άλλες φορές,
ένιωθε στα πόδια του
τη κίνηση της γης
Άλλες πάλι φορές έσκυβε,
ακουμπώντας τα χέρια του
στο πάτωμα,
στο πάτωμα,
παραστένοντας τη γέφυρα
Ένα παράξενο πουλί
τον επισκέπτονταν
τον επισκέπτονταν
τα μοναχικά βράδια
στο κρεβάτι του
στο κρεβάτι του
Ένας μαυροκόκκινος Άρπαγκας
τι παράξενο πουλί,
αντί για ράμφος
είχε στόμα ανθρώπινο,
είχε στόμα ανθρώπινο,
δίχως δόντια
και με γλώσσα οχιάς
και με γλώσσα οχιάς
Είχε,
δυο ζεύγη φτερών
στη πλάτη,
δυο ζεύγη φτερών
στη πλάτη,
μέγεθος και παράστημα όρνιθας
μα το πιο φοβερό,
τα μάτια του
Δυο τεράστια ρολόγια τσέπης,
που άλλαζαν, εξήντα φορές το λεπτό
χρώμα
Στη λαλιά του,
διακρίνονταν δυσκόλως,
κάποια σημεία λόγου,
σκόρπιες λέξεις μάλλον,
όπως χαίνον, υφεύς, άλευ
και ζεύ.
Οι κινήσεις του,
διστακτικές αρχικά,
πάνω στο κομοδίνο,
κάτω απ' το 'κονοστάσι
μετατρέπονταν ξαφνικά,
σ’ ένα αλλόκοτο ψηφιδωτό
φτερουγισμών και λικνισμάτων,
φτερουγισμών και λικνισμάτων,
σ’ ένα ηχηρό κορυβάντιο χορό,
πότε κάτω στο πάτωμα,
πότε γύρω απ’ τη
ξυλόσομπα
Κάπου εκεί,
πάνω στην κορύφωση
της έκστασης του,
της έκστασης του,
έδινε μιας με τα φτερά
και χάνονταν
και χάνονταν
στη φλόγα της φωτιάς
της σόμπας
της σόμπας
αφήνοντας
μια μυρωδιά σήψης
στο δωμάτιο
μια μυρωδιά σήψης
στο δωμάτιο
Κι εκείνος,
έκλεινε τα μάτια του,
έκλεινε τ΄αυτιά του,
έπιανε το καπέλο του,
γονάτιζε
και
προσεύχονταν
προσεύχονταν
(του Θανάση Γιαννακόπουλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου