Οι Καταραμένοι ποιητές
Τι σημαίνει «καταραμένος ποιητής»; Απολύτως τίποτε. Οι ποιητές είναι σπουδαίοι ή τίποτε. Το δέος απέναντι στο θαύμα της απόλυτης ταύτισης της ζωής και του έργου είναι που δημιούργησε αυτό το σύνθημα.
Σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις ο αληθινός ποιητής μετετράπη σε ένα προκλητικό, φαινομενικά ιερόσυλο παιχνίδι. Αυτή η, «ανεξήγητη» σε κάποιους, δυνατότητα έφερε την ποίηση πιο κοντά στο ανθρωπιστικό της κέντρο, και προέκτεινε απίστευτα τα πεδία της αισθητικής της. Παρ' όλα αυτά, μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής κοινωνίας δεν έχει ακόμη καταφέρει να αντιμετωπίσει δημιουργικά το έργο τόσο σημαντικών ποιητών.
Θα ήταν βαρετό και ανώφελο να αρχίσουμε να συζητάμε ξανά για «κολασμένους», «αυτοαναφορικούς» κ.τ.λ. Στα ιδρύματα εξακολουθούν να διδάσκουν πως ο «καταραμένος ποιητής» ευαγγελίζεται το σκοτάδι, είναι ένας ζοφερός μηνυματίας, κατοικεί σε μια αχλή περιορισμένης εξατομίκευσης. Πέφτουν έξω.
Είναι η ψευδαίσθηση της συνεκτικότητας του υποτιθέμενου αναδημιουργημένου κόσμου που δημιουργεί αυτές τις απόψεις. Ο φόβος και η αφέλεια μπροστά στο μνημείο της Ζώσας Τέχνης, που κάνει τους περισσότερους να τρέχουν σαν τρωκτικά στα υπόγεια της φιλολογικής τους ειδικότητας.
Η ποίηση είναι μόνο φάση του Ανέφικτου (Impossible). Ο ποιητής κατέχει όλα τα συστατικά για να το προσομοιώσει μέσα στη ζωή και πάνω στο χαρτί. Ο δημιουργός είναι διπλός πρωταγωνιστής. Παίζει στη ζωή, παίζει και στη γραφή. Τα «προβλήματα» που κοπιάζουν να καταδείξουν ορισμένοι δεν είναι παρά η αδυναμία απόδοσης συγκεκριμένου νοήματος λόγω της μόνον επί μίας διάστασης ερευνητικής τους προσπάθειας. Το «εις βάθος» απουσιάζει. Ή, ακόμη χειρότερα, είναι μονάχα λίγα εκατοστά τρόμου μπροστά στο Εργο. Εξάλλου, ακόμη και οι «ιδιότητες του καταραμένου» δεν αποτελούν σε κάθε περίπτωση μέρος του ποιητικού ιδεώδους; Δεν πρόκειται για κατάρα, για τραγωδία, μα ούτε και για τον Σίσυφο. Η δημιουργία είναι δίστομη, και στην περίπτωσή μας ασκούνται και χρησιμοποιούνται και οι δύο κόψεις. Τα περιθώρια λοιπόν ως προς τη δυναμική και την κατάκτηση του έργου, όχι απλώς δεν λησμονούνται, αντιθέτως, επιστρατεύονται άρδην. Ο ποιητής δεν βιώνει την «τιμωρία» ή την «κόλαση», είναι εσωτερικό όργανο μιας υψηλής διαμάχης, απολύτως οργανικής, για την κατάκτηση του Ολου. Η ποίηση αυτή παρέχει απλώς την πιο εκτενή, την πιο ριζοσπαστική πιστοποίηση.
Τα ποσοστά σκότους και φωτός στην αναζήτηση μιας πνευματικής πατρίδας παραμένουν άγνωστα ώς τη στιγμή που αποκαλύπτονται από το βίωμα της ίδιας της ποίησης. Είναι απολύτως συνταυτισμένα με τις δυνάμεις και τις ιδιότητες της γλώσσας. Ο «ατομικισμός», σ' αυτήν την περίπτωση, δεν είναι έλλειψη αντικειμενικότητας ούτε μαρασμός, είναι η καθαρή έκφραση της ποιητικής Ευθύνης. Αυτό που από τη σύγχρονη ποίηση περισσότερο λείπει: ελευθερία στην τέχνη και εγκατάλειψη των υπαρχουσών μορφών.
Ο ποιητής επιστρέφει σαν μπούμερανγκ όλες τις εξισώσεις στο σημειολογικό αντικείμενο της ποίησης, στον άνθρωπο, αποδυναμωμένες και άχρηστες μπροστά στη μοναδική συνθήκη που αποδομεί τα πάντα: τον Θάνατο. Κάθε δημιουργός είναι η Αρχή και το Τέλος. Ο ποιητής λοιπόν είναι η αυτοθυσία προς όφελος της Ποίησης, δηλαδή της Αλήθειας.
Σύμφωνα με την Γαλλική μετάφραση , Καταραμένοι Ποιητές είναι οι ποιητές που διάγουν τη ζωή τους έξω από τα κοινωνικά πλαίσια ή και ενάντια σε αυτά. Η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, η τρέλα, το έγκλημα, η βία, και γενικά κάθε κοινωνική πράξη που δενεντάσσεται στα συνηθισμένα κοινωνικά πρότυπα, όπως και ο πρόωρος θάνατος είναι τυπικά στοιχεία της βιογραφίας ενόςκαταραμένου ποιητή.
Από τους πρώτους Καταραμένους ήταν ο Βιγιόν Φρανσουά. Γεννήθηκε το 1431 στο Παρίσι και πέθανε το 1489. Το πραγματικό τουόνομα είναι Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ, το άλλαξε όμως προς τιμή του δασκάλου και προστάτη του Γκιγιόμ Βιγιόν. Έζησε ζωήπολυτάραχη και συχνά ήρθε σε σύγκρουση με το νόμο. Καταδικάστηκε πολλές φορές σε φυλάκιση και κινδύνευσε επανειλημμένα νασταλεί στην αγχόνη. Θεωρείται ο πρώτος μεγάλος λυρικός ποιητής της Γαλλίας στα νεότερα χρόνια. Στο έργο του διακρίνεται η θλίψη, οσαρκασμός, η συγκίνηση και το κωμικό στοιχείο. Χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και δύναμη έμπνευσης. Έργα του: "Διαθήκη", "Μπαλάντα των κρεμασμένων ή Επιτάφιος του Βιγιόν", "Μεγάλη Διαθήκη" (1461), "Κληροδότημα ή Μικρή Διαθήκη" (1456) κ.ά.Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Σπύρο Σκιαδαρέση. Πέρυσι μάλιστα ο Θάνος Μικρούτσικος συνεπαρμένος από το έργο του ηχογράφησε απαγγελίες των στίχων του στον δίσκο "Στον Τόπο Μου Είμαι Τέλεια Ξένος".
Η φράση όμως Καταραμένοι Ποιητές κατοχυρώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Αλφρέντ ντε Βινύ στο δραματουργικό του έργο του 1832 Stello όπου αποκαλεί συλλογικά τους ποιητές ως τη ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης
Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ , γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 9 Απριλίου 1821 και απεβίωσε στις 31 Αυγούστου 1867, ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κατά την διάρκεια της ζωής του, ο Μποντλαίρ υπέστη αρνητική κριτική για τα έργα του και την θέμά του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τον κατανόησαν. Η εφημερίδα Φιγκαρό της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε τα εξής σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του Κακού: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Μποντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».
Ο Μποντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως μέγας ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας Λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών. Χαρακτηριστικά, ο Μπαρμπέ ντ' Ορεβιγί τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής».
Σε ολόκληρο το έργο του, ο Μποντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει την Ομορφιά με την Κακία, την βία με την ηδονή (Une martyre), καθώς και να καταδείξει την σχέση μεταξύ τους. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων σοβαρών (Semper Eadem) και σκανδαλιστικών για την εποχή (Delphine et Hippolyte), κατόρθωσε επίσης να εκφράσει την μελαγχολία (Mœsta et errabunda) και την νοσταλγία (L' Invitation au voyage).
O Πολ Βερλαίν γεννημένος στις 30 Μαρτίου του 1844 και απεβίωσε στις 8 Ιανουαρίου του 1896 στο Παρίσι, ήταν Γάλλος ποιητής που συνδέθηκε με τη σχολή του παρνασσισμού και αργότερα αποτέλεσε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος του συμβολισμού και της Παρακμής. Ο Βερλαίν χαρακτηρίζεται ως ένας καθαρά λυρικός ποιητής που σημάδεψε μία μετάβαση από το ρομαντισμό στο κίνημα του συμβολισμού, και διακρίνεται για τo μουσικό αποτέλεσμα της γραφής του, μέσα από τη χρήση αρκετών μυστικών της γαλλικής προσωδίας, όπως τις παρηχήσεις, τις συνηχήσεις και τους ανισοσύλλαβους στίχους. Παρά το γεγονός πως το έργο του επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση του συμβολισμού, ο ίδιος αργότερα τον αποκήρυξε, καθώς το κίνημα απέκλινε ακόμα περισσότερο από τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ενώ ο Βερλαίν υποστήριζε την αναγκαιότητα ορισμένων, όπως για παράδειγμα της ομοιοκαταληξίας του στίχου.
Και ερχόμαστε στον Αρθούρος Ρεμπώ του οποίου το πλήρες όνομα ήταν Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπό, γεννημένος στις 20 Οκτωβρίου 1854 απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία μόλις των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπώ που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.
Γεννήθηκε στη Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, πριν ξεκινήσει τα ταξίδια του σε πολυάριθμες πόλεις της Ευρώπης. Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του ταξίδεψε σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και έζησε ως ζητιάνος, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και ναυτικός, παράλληλα με τη συγγραφική δραστηριότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στην βορειοανατολική Αφρική όπου εργάστηκε ως έμπορος και εξερευνητής, την ίδια περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού.
Ο Ιζιντόρ Ντυκάς ,( 4 Απριλίου 1846 - 24 Νοεμβρίου 1870), ήταν γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν. Πρόκειται για Γάλλο ποιητή, δημιουργό των Ασμάτων του Μαλντορόρ που αποτελούν και το σημαντικότερο έργο του. Ο Ιζιντόρ Ντυκάς γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο (Ουρουγουάη) την περίοδο που ο πατέρας του εργαζόταν στο γαλλικό προξενείο. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τα Άνω Πυρηναία και φαίνεται πως διέθετε μία αξιόλογη περιουσία, αν και τα περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ντυκάς δεν είναι ως σήμερα εξακριβωμένα. Γνωρίζουμε πως ο Ντυκάς ταξίδεψε στο Παρίσι με σκοπό να δώσει εξετάσεις στην Πολυτεχνική Σχολή και στη Σχολή Μεταλλειολόγων, περίπου τον Αύγουστο του 1867. Το 1868 δημοσίευσε το πρώτο από Τα άσματα του Μαλντορόρ, έργο που ολοκληρώθηκε περίπου ένα χρόνο αργότερα και περιελάμβανε συνολικά έξι άσματα, γραμμένα σε πεζό λόγο αλλά κατά βάση ποιητικού χαρακτήρα. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κόμης του Λωτρεαμόν, ονομασία που πιθανόν να στηρίζεται στο γαλλικό μυθιστόρημα Λωτρεαμόν (Lautreamont) του Eugène Sue. Το 1870 δημοσίευσε τη συλλογή Poésies (Ποιήματα) και την ίδια χρονιά, στις 24 Νοεμβρίου πέθανε στην κατοικία του στο Παρίσι. Σχετικά με την αιτία του θανάτου του έχουν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές και σύμφωνα με την επικρατέστερη ο θάνατός του προήλθε από κάποια μολυσματική αρρώστια.
Ο Μαλλαρμέ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1842 από μικροαστούς υπαλλήλους με καταγωγή από τη Βόρεια Γαλλία. Ορφάνεψε από τη μητέρα του σε ηλικία πέντε χρονών και πέρασε αρκετά χρόνια της σχολικής του εκπαίδευσης οικότροφος. Άσκησε το επάγγελμα του καθηγητή αγγλικών στη γαλλική επαρχία, ταξίδεψε στην Αγγλία, παντρεύτηκε μια γερμανίδα γκουβερνάντα, έκαμε παιδιά, οριστική εγκατάσταση στο Παρίσι το 1871 - η ζωή του, ως περιστατικά, πέρασε μέσα σε επαγγελματικές φροντίδες που εξουθενώνουν, σχετική στέρηση, κόπους και εξάντληση της υγιείας του σώματος, μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του στα 1898. Η αληθινή ζωή για τον Μαλλαρμέ, στην οποία και αφιέρωσε όλο του τον εαυτό του, βρίσκεται αλλού, στην περιπέτεια του πνεύματος και της τελείωσης της γραφής, στην ποίηση που τη θεωρεί τη μόνη άξια απασχόληση για τον άνθρωπο. Άρχισε να γράφει από μικρός, όπως εξομολογείται ο ίδιος στον Βερλαίν, και στην ποιητική του τέχνη τον σημάδεψαν ο Μπωντλαίρ, που του ενέπνευσε και κάποια ποιήματα, και ο Πόε, τον οποίο και μετέφρασε (Το Κοράκι, Ποιήματα). Στον κύκλο των φίλων του, με τους οποίους βρίσκεται σε γόνιμη καλλιτεχνική και πνευματική συνομιλία -από το 1884, στο σπίτι αυτού που πλέον θεωρείται ο μαιτρ του συμβολισμού, μαζεύονται φίλοι και μαθητές να συζητήσουν για την ποίηση και τη μουσική-, βρίσκουμε τους Βιλλιέ ντε Λιλ-Αντάμ, Μανέ, Ντεμπυσσύ, Ρεμπώ, Βερλαίν.
_._
Εκτός από τους παραπάνω κύριους εκπροσώπους της "σχολής" των καταραμένων, θα μπορούσαν να προστεθούν και κάποιοι πιο περιθωριακοί ποιητές της εποχής, που η ποίηση τους, καταραμένη δη, βρίσκεται στο σκοτάδι
Ο Εντουάρ Ζοασίμ Κορμπιέρ, γνωστός ως Τριστάν Κορμπιέρ (18 Ιουλίου, 1845 – 1 Μαρτίου, 1875) γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1845 στο οίκημα Coat-Congar στο Μορλαί (Φινιστέρ), από το γάμο του Εντουάρ Κορμπιέρ και της Ανζελίκ Ασπασί Πυγιό, οι οποίοι είχαν διαφορά 33 χρόνια: κατά τη γέννησή του, ο πατέρας του ήταν 52 ετών και η μητέρα του 19.
Εγκαταλείποντας το κανονικό του όνομα, Εντουάρ Ζοασίμ, για να επωμιστεί εκείνο το πιο υποδωλητικό του Τριστάνου (Tristan Corbière: triste en corps bière: θλίψη πτώματος σε φέρετρο), δημοσιεύει το 1873 τη μοναδική του ποιητική συλλογή Οι κίτρινες αγάπες, η οποία παραμένει στο περιθώριο. Ο Κορμπιέρ, ο οποίος δεν αναγνωρίστηκε καθόλου όσο ζούσε, θα γίνει γνωστός μετά το θάνατό του λόγω του Βερλαίν, ο οποίος του αφιερώνει ένα κεφάλαιο από το δοκίμιό του Οι καταραμένοι ποιητές (Les Poètes maudits, 1883). Αφού πέρασε τα παιδικά του χρόνια χωρίς προβλήματα στο οίκημα ντυ Λοναί, ο Κορμπιέρ στάλθηκε στα 14 του χρόνια με επίδομα στο Αυτοκρατορικό Λύκειο του Σεν Μπριέ. Την εποχή αυτή υποφέρει από ρευματική αρθρίτιδα, που θα τον κυριεύσει στιγματίζοντας την ύπαρξή του και θα τον κάνει να μιλήσει για τον εαυτό του. Καθώς η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει, ο Κορμπιέρ οφείλει εγκαταλείψει την επόμενη χρονιά το Σεν Μπριέ για να συναντήσει το θείο του, γιατρό στο επάγγελμα, εγκατεστημένο στην Νάντη. Εισέρχεται στο Λύκειο της Νάντης με την ιδιότητα του εξωτερικού μαθητή. Δυο χρόνια αργότερα, η κατάσταση της υγείας του τον υποχρεώνει να διακόψει τις σπουδές του. Αρχίζει λοιπόν περιθωριακή ζωή· ταξιδεύει στη Νότια Γαλλία, όπου διαβάζει τα έργα του Βίκτωρ Ουγκώ, του Μπωντλαίρ και του ντε Μυσέ. Εγκαθίσταται στο Ροσκόφ, σε σπίτι που ανήκει στους γονείς του. Οι κάτοικοι του χωριού του δίνουν το ψευδώνυμο «Ankou», το φάντασμα δηλαδή του θανάτου, κατ' αναλογία της ισχνότητας και του διαλυμένου βαδίσματός του. Του αρέσει να ανοίγεται στη θάλασσα με τη βάρκα του, τον Négrier (τίτλος του πιο φημισμένου μυθιστορήματος του πατέρα του) και να αφήνεται σε ορισμένες εκφράσεις εκκεντρικότητας. Τη μια μέρα διασκεδάζει μεταμφιεζόμενος σε κατάδικο, γυναίκα ή ζητιάνο, την άλλη ξυρίζοντας τα φρύδια του ή ακόμη περισσότερο, καθώς βρίσκεται για επίσκεψη στη Ρώμη, να σέρνει με λουρί ένα γουρούνι μεταμφιεσμένο σε επίσκοπο κατά την πανήγυρη για τον πάπα. Έτσι ξοδεύει τις μέρες του, ώσπου συναντιέται με μία μικρή Παριζιάνα ηθοποιό την οποία ο Κορμπιέρ αρέσκεται να αποκαλεί Μαρσέλ, αντί για το πραγματικό της όνομα Αρμίντα Ζοζεφίνα Κουτσιάνι· αυτή γίνεται και η μούσα του.
Ο Κορμπιέρ πέθανε στο Μορλαί την 1 Μαρτίου του 1875. Δεν είχε ακόμη κλείσει τα 30 και δεν είχε γνωρίσει παρά μια ζωή γεμάτη απομόνωση, σύντομη και ταλαίπωρη, συνεχώς καθηλωμένος από αρρώστια, άτυχος στον έρωτα, προσκολλημένος σε ένα πάθος μοναδικό και αποκρουστικό· αναμφίβολα, μεταφορικά, η θάλασσα ήταν η πραγματική του σύζυγος. Ο χρόνος αποκατέστησε τον ποιητή στο φως, και το ταλέντο του έγινε γνωστό, ακόμη κι αργά.
Το προσωνύμιο Κίτρινες αγάπες, από τη μοναδική του συλλογή, δόθηκε στην παλιά δημόσια βιβλιοθήκη στο Μορλαί.
Ντεμπόρντ-Βαλμόρ, Μαρσελίν (Marceline Desbordes-Valmore, Ντουέ 1786 – Παρίσι 1859). Γαλλίδα ποιήτρια. Η ζωή της υπήρξε μια σειρά από δοκιμασίες: ο θάνατος της μητέρας της, την οποία είχε ακολουθήσει στη Γουαδελούπη σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, ένας ατυχής έρωτας (μάλλον για τον Ανρί ντε Λατούς), η αδυναμία καθιέρωσής της ως ηθοποιού και τραγουδίστριας του θεάτρου, αργότερα οι περιπλανήσεις της στην επαρχία στο πλευρό του ηθοποιού Βαλμόρ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1817 και, τέλος, ο πρόωρος θάνατος των δύο παιδιών της.
Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους εκπροσώπους της ρομαντικής ποίησης στη Γαλλία. Κυκλοφόρησε τις ποιητικές συλλογές Οι θρήνοι (1833), Φτωχά λουλούδια (1839), Ιστορία σε στίχους για τα παιδιά (1840), Ανθοδέσμες και προσευχές (1843), με τις οποίες απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα. Μετά τον θάνατό της εκδόθηκε μία ανθολογία (1860) που περιλάμβανε πολλά από τα καλύτερα ποιήματά της. Οι αρετές ρυθμού και μελωδικότητας της γραφής της άσκησαν επίδραση στον Βερλέν, ο οποίος της αφιέρωσε ένα από τα δοκίμιά του για τους καταραμένους ποιητές
_._
_._
ΕΝΑΣ ΒΑΘΥΣ, ΜΑΥΡΟΣ ΥΠΝΟΣ
(Πολ Βερλαίν)
Ένας βαθύς, μαύρος ύπνος
πέφτει απάνω στη ζωή μου.
Κάθ' ελπίδα μου, κοιμήσου.
Κάθε αποθυμιά μου κοίμου.
Τίποτε δε βλέπω πια,
χάνονται όλα μες στη λήθη
το καλό και το κακό...
Ω θλιμμένο παραμύθι!
Είμαι σα μια κούνια
που ένα χέρι την κουνάει
στην κρυφή σπηλιά.
Σιωπή!... μιλιά!...
Θα κλείσω αυτό το αφιέρωμα, αν και δεν κλείνει έτσι εύκολα, με το "οι Στίχοι μου" του Κ. Καρυωτάκη που μελοποιήται και ερμηνεύεται τέλεια σε αυτό το φοβερό βίντεο, από το αναρχικό συγκρότημα Ωχρά Σπειροχαίτη
Καλή Ακρόαση...
Καταραμένοι ζωγράφοι, καταραμένοι συγγραφείς, τραγουδιστές, καταραμένοι παντού και σε κάθε εποχή, ζουν ανάμεσα μας σαν μια σκιά του εαυτού μας, στο τραγικό μονοπάτι της ύπαρξης που δρασκελίζουμε ανυποψίαστα.
(από τον Θανάση Γιαννακόπουλο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου