Τα όσα έρχονται 7/06/2008
Με χέρια βιαστικά
παλεύανε τις μέρες
και μπρος
και μπρος
και πίσω
χέρια
μες τη βροχή,
την αντάρα
ή την ησυχία,
ή την ησυχία,
στήναν οδοφράγματα
και μπλοκ
και μπλοκ
στον ίσκιο τους
Αντιλαλούσαν
έρποντες στοίχοι
ηρωικοί,
μέσα ή έξω
από κλειστά
κεφάλια
κεφάλια
Κουνούσαν
εμβατηριακά
εμβατηριακά
τα χέρια τους,
σα να μη γνωρίζαν
από προσευχές
χτύπαγε
εμβατηριακά
εμβατηριακά
η καρδιά τους,
σαν να επρόκειτο
να σταματήσει
εντός ολίγου
εντός ολίγου
ο χτύπος
Δεν έδινε ο καιρός
ελπίδες πια
ελπίδες πια
ή τις πωλούσε
ή τις
κλέβανε
κρυφά το βράδυ,
κλέβανε
κρυφά
κάπου μεταξύ
ύπνου και ονείρωξης
δηλώνανε
μοντέρνοι
επαναστάτες
επαναστάτες
του λαϊκού
ασυνειδήτου
ασυνειδήτου
απλώνανε
τα δίχτυα τους
πάνω
από μια πλατεία
από μια πλατεία
ή δρόμο
Περίμεναν
να βγει ο ήλιος
οι πρωινές
εφημερίδες
εφημερίδες
κι έσμιγαν
τα χέρια
τα χέρια
με χέρια
δίπλα τους
Έλεγαν
καλημέρα είμαστε
είσαστε;
Τους έλεγαν
δεν είναι ώρα
δεν έχω χρόνο
άλλη, άλλη φορά
Είναι κάτι
ηλιόλουστες Κυριακές
που λες
δεν θα νυχτώσει,
που λες τώρα
τώρα είναι
κάτι γίνεται
κάτι θα γίνει
κάτι θα συμβεί
Και πέφτει
η νύχτα
η νύχτα
σαν αυλαία
Μαυρίζουν
οι τοίχοι
οι τοίχοι
οι πλατείες
τα βουνά
τα λόγια
και τότε είναι
που ποθείς
να ξημερώσεις
ήσυχα
σε μια γωνιά
σάμπως αφετηρία
να ξαναρχίσεις
ή να συνεχίσεις
να βγει το φως
να βγεις στο δρόμο
να βγεις
να φωνάξεις
καλημέρα ρεεε (του Θανάση Γιαννακόπουλου)